- λυγίζω
- 1) agenouiller2) arquer
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
λυγίζω — bend pres subj act 1st sg λυγίζω bend pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγίζω — λυγίζω, λύγισα, λυγισμένος βλ. πίν. 33 και πρβλ. λυγάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λυγίζω — και λυγώ, άω (AM λυγίζω, Μ και λυγῶ, άω) [λύγος] 1. (μτβ.) κάνω κάτι να καμφθεί, κάμπτω, κυρτώνω (α. «λυγίζω τά γόνατα» β. «πλευρὰν λυγίσαντος ὑπὸ ῥώμης, οἷον μυκτὴρ μυᾱται καὶ σφόνδυλος ἀχεῑ», Αριστοφ.) 2. καταβάλλω, νικώ 3. (αμτβ.) κάμπτομαι,… … Dictionary of Greek
λυγίζω — λύγισα, λυγίστηκα, λυγισμένος 1. μτβ., κυρτώνω, κάμπτω κάτι: Λύγισε τη μέση της και έκανε μια στροφή. 2. αμτβ., κυρτώνομαι, κάμπτομαι: Τα κλαδιά λύγισαν από τον αέρα. 3. το μέσ., λυγίζομαι και λυγιέμαι κουνώ το κορμί μου ζωηρά. 4. μτφ., υποχωρώ:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λυγώ — λυγίζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λυγίζετε — λυγίζω bend pres imperat act 2nd pl λυγίζω bend pres ind act 2nd pl λυγίζω bend imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγιζόντων — λυγίζω bend pres part act masc/neut gen pl λυγίζω bend pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγίζοντα — λυγίζω bend pres part act neut nom/voc/acc pl λυγίζω bend pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγίζουσι — λυγίζω bend pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) λυγίζω bend pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγίζουσιν — λυγίζω bend pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) λυγίζω bend pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγίσαι — λυγίζω bend aor inf act λυγίσαῑ , λυγίζω bend aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)